- παλιγγενεσία
- Τίτλος ελληνικών εφημερίδων και περιοδικών.
1. Πολιτική ημερήσια αθηναϊκή εφημερίδα. Ιδρύθηκε στις 20 Οκτωβρίου του 1862 από τον Ιωάννη Αγγελόπουλο και εκδιδόταν μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1899.
2. Εφημερίδα της Κέρκυρας. Ιδρύθηκε τον Ιανουάριο του 1857.
3. Δεκαπενθήμερο περιοδικό της Κωνσταντινούπολης. Ιδρύθηκε το 1911. Ήταν όργανο του θρησκευτικού συλλόγου Ανόρθωσις.
* * *η (ΑΜ παλιγγενεσία)1. η επιστροφή στη ζωή μετά τον θάνατο, ανάσταση, αναγέννηση («ἀποθανοῡσα... μυῑα τέφρας ἐπιλυθείσης ἀνίσταται καὶ παλιγγενεσία τις αὐτῇ καὶ βίος ἄλλος... γίνεται», Λουκιαν.)2. μτφ. α) ανανέωση, αναζωογόνηση, ξαναζωντάνεμαβ) παλινόρθωση (α. «η ελληνική παλιγγενεσία» — η απελευθέρωση τών Ελλήνων από τους Τούρκους με την επανάσταση τού 1821 και η αποκατάσταση τού ελληνικού κράτουςβ. «ἡ ἀνάκτησις καὶ παλιγγενεσία τής πατρίδος», Ιώσ.)3. (ως φιλοσ. όρος) η αναγέννηση και ειδικά η ανακύκληση που θεωρείται ως περιοδική και αιώνια επάνοδος τών ίδιων γεγονότων («τὴν περιοδικὴν παλιγγενεσίαν τῶν ὅλων», Μάρκ. Αυρ.)4. εκκλ. α) η ανάσταση τών νεκρών («ὑμεῑς οἱ ἀκολουθήσαντές μοι, ἐν τῇ παλιγγενεσία, ὅταν καθίσῃ ὁ υἱὸς τοῡ ἀνθρώπου ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῡ», ΚΔ)β) η αναγέννηση που γίνεται με το χριστιανικό βάπτισμα («διὰ λουτροῡ παλιγγενεσίας καὶ ἀνακαινώσεως Πνεύματος Ἁγίου», ΚΔ)5. (στο ρωμ. δίκ.) η ανόρθωση τού γένουςαρχ.1. η μετεμψύχωση, η μετανάστευση τών ψυχών2. η αποκατάσταση3. (στην ιατρ.) υποτροπή.[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -γενεσία (< γενέτης + γίγνομαι), πρβλ. αει-γενεσία].
Dictionary of Greek. 2013.